wrought
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]wrought (en)
- κατεργασμένος και → δείτε τη λέξη worked
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]wrought (en)
wrought (en)
wrought (en)