mineral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mineral | minerals |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mineral (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ορυκτό
- ↪ Coal and gold are minerals.
- Το κάρβουνο και ο χρυσός είναι ορυκτά.
- ↪ Coal and gold are minerals.