guinder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- guinder < windé < σκανδιναβική winda, υψώνω
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]guinder (fr) (μεταβατικό)
- (τεχνολογία) υψώνω ένα κατάρτι με ένα πολύσπαστο
- (τεχνολογία) σηκώνω ένα βάρος με γερανό, τροχαλία ή άλλο μηχανισμό
- (λόγιο) προσέχω πάρα πολύ την εμφάνιση κάποιου, κάνω κάτι ή κάποιον να φαίνεται επιτηδευμένος