guigne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
guigne | guignes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]guigne (fr) θηλυκό
- η ατυχία, η γκίνια, η γρου��ουζιά
ενικός | πληθυντικός |
guigne | guignes |
guigne (fr) θηλυκό