dolama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dolama < dolamak (τυλίγω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντολαμάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dolama (tr)

  1. τύλιγμα
  2. (ενδυμασία) ο ντολαμάς, δουλαμάς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)