dolama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dolama < dolamak (τυλίγω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: ντολαμάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dolama (tr)
dolama (tr)